- εὐαίρετος
- εὐαίρετος, ον, ([etym.] αἱρέω)A easy to be taken,
χώρη Hdt.7.130
;λαγώς Poll. 5.50
, cf. X.Mem.3.1.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χώρη Hdt.7.130
;λαγώς Poll. 5.50
, cf. X.Mem.3.1.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευαίρετος — εὐαίρετος, ον (Α) αυτός που εύκολα συλλαμβάνεται ή κυριεύεται, ο ευάλωτος («εὐαίρετος λαγώς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιρετός (< αιρώ), πρβλ. αδι αίρετος, αυθ αίρετος] … Dictionary of Greek
εὐαίρετον — εὐαίρετος easy to be taken masc/fem acc sg εὐαίρετος easy to be taken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαίρετοι — εὐαίρετος easy to be taken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)